Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γνέφω με τα μάτια

См. также в других словарях:

  • γνέφω — και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω) κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ νεύω ή, κατ άλλους …   Dictionary of Greek

  • επισκαρδαμύττω — ἐπισκαρδαμύττω (Α) γνέφω με τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκαρδαμύττω «ανοιγοκλείνω τα μάτια μου»] …   Dictionary of Greek

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • επιλλίζω — ἐπιλλίζω (Α) [έπιλλος] 1. γνέφω, κλείνω το μάτι 2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω 3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • γνεύω — και γνέφω έγνεψα, κάνω νεύμα κουνώντας το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια: Μου έγνεψε να πλησιάσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»